исходить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

исходить - translation to πορτογαλικά


исходить      
(обойти пешком) percorrer (a pé) ; (происходить) provir , proceder , partir ; (основываться на чем-л) partir (de), basear-se (em) ; см. изойти ; (истекать - о времени) expirar
esvair-se em sangue      
исходить кровью
vazar-se (esvair-se) em sangue      
исходить кровью

Ορισμός

ИСХОДИТЬ
I
ходо, побывать во многих местах.
И. все окрестные леса.
II
1. (1 и 2 л. не употр.).
происходить, иметь источником.
Сведения исходят из верных источников. Слух исходит от соседей.
2. основывается на чем-нибудь.
И. из верного предположения. реальных возможностей.
III
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για исходить
1. Необходимо исходить из экономической целесообразности.
2. Откуда должны исходить импульсы: сверху или снизу?
3. Дальше следует исходить из некоторых заданных условий.
4. Инициатива должна исходить от регионов и муниципалитетов.
5. - Исходить надо из официальной статистики, - говорит он.